- μαθαλίς
- μαθαλίς, ίδος, ἡ, kind ofA cup or measure, Blaes.2, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαθαλίς — μαθαλίς, ίδος, ἡ (Α) είδος ποτηριού ή μέτρου («μαθαλίδες ἐκπώματά τινα, οἱ δὲ μέτρα, ὡς κύαθοι», Ησύχ.) … Dictionary of Greek
μαθαλίδας — μαθαλίς cup fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθαλίδες — μαθαλίς cup fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)